αὐτάρκεια

αὐτάρκεια
αὐτάρκεια, ας, ἡ (s. αὐτάρκης) ‘self-sufficiency’ in the sense of ‘independence’, then gener. ‘sufficiency’
external, state of having what is adequate, sufficiency, a competence (Pla. et al. αὐ. means the state of one who supports himself without aid fr. others, cp. Theoph. Ant. I 6 [p. 72, 2], but in POxy 729, 10 [137 A.D.] it is ‘sufficient supply’; of God’s allocation ἐν συμμετρίᾳ αὐταρκείας PsSol 5:16; sufficient citation of Biblical references Just., D. 73, 6) Hs 1:6; πᾶσαν αὐ. ἔχειν (PFlor 242, 8 ἵνα δυνηθῇς ἔχειν τ. αὐτάρκιαν) have enough of everything 2 Cor 9:8.
internal, state of being content w. one’s circumstances, contentment, self-sufficiency, a favorite virtue of the Cynics and Stoics (Epicurus in Diog. L. 10, 130; Stoic. III p. 67, 3; 68, 5; Stob. III p. 101, 16 [Epict.]; 265, 13 H.; Teles p. 5, 1; cp. 11, 5; 38, 10f H.; Sextus 98. Cp. GGerhard, Phoinix v. Kolophon 1909, 57ff; Tat.) 1 Ti 6:6; Hm 6, 2, 3.—DELG s.v. ἀρκέω. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αὐταρκείᾳ — αὐταρκείᾱͅ , αὐτάρκεια self sufficiency fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάρκεια — self sufficiency fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτάρκεια — Στην οικονομία, πολιτική α. είναι η πολιτική μιας χώρας η οποία, παραιτούμενη από τα ωφελήματα των διεθνών ανταλλαγών, τείνει να χρησιμοποιεί αποκλειστικά τις εσωτερικές πλουτοπαραγωγικές της πηγές, με σκοπό να κάνει την οικονομία της ανεξάρτητη… …   Dictionary of Greek

  • αυτάρκεια — η το να αρκείται κανείς σε όσα ο ίδιος έχει και να μην προσφεύγει σε άλλον: Ένας πραγματικός φιλόσοφος έχει αυτάρκεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐταρκείας — αὐταρκείᾱς , αὐτάρκεια self sufficiency fem acc pl αὐταρκείᾱς , αὐτάρκεια self sufficiency fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐταρκείαι — αὐταρκείᾱͅ , αὐτάρκεια self sufficiency fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐταρκείαις — αὐτάρκεια self sufficiency fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐταρκείης — αὐτάρκεια self sufficiency fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐταρκείῃ — αὐτάρκεια self sufficiency fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάρκειαν — αὐτάρκεια self sufficiency fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АВТАРКИЯ — (от греч. autarkeia самоудовлетворенность) состояние независимости от внешнего мира, в т.ч. и от др. людей. Термин употреблялся Платоном и Аристотелем; киренаики и стоики считали А., или «самодостаточность», жизненным идеалом. Философия:… …   Философская энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”